Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aʁ.dœʁ/ (Γαλλία)
 
 
ομόηχο: hardeur
ενικός πληθυντικός
ardeur ardeurs

ardeur (fr)

  1. έντονη ζέστη
      l’ardeur du soleil - η ζέστη του ηλίου
  2. το αίσθημα ζέστης που προκαλείται από κάποιες ασθένειες
      l’ardeur de la fièvre - η ζέστη του πυρετού
  3. (μεταφορικά) ο ζήλος, το πάθος, η θέρμη, η ζέση
  4. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ερωτικό πάθος

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ardeur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé