ζήλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζήλος < αρχαία ελληνική ζῆλος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήλος αρσενικό
- η επιθυμία να εκτελέσεις μια εργασία κατά τον καλύτερο τρόπο, η όρεξη, ο ενθουσιασμός για τη δουλειά και η αφοσίωση σ' αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασία- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «ζηλο-» (νέα ελληνικά)