Δείτε επίσης: ὄρεξις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όρεξη οι ορέξεις
      γενική της όρεξης* των ορέξεων
    αιτιατική την όρεξη τις ορέξεις
     κλητική όρεξη ορέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία