• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ανορεξιά

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανορεξιά οι ανορεξιές
      γενική της ανορεξιάς των ανορεξιών
    αιτιατική την ανορεξιά τις ανορεξιές
     κλητική ανορεξιά ανορεξιές
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανορεξιά < ανορεξία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανορεξιά θηλυκό

  • (σπάνιο) (λαϊκότροπο) ανορεξία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανορεξιά

→ δείτε τη λέξη ανορεξία

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανορεξιά&oldid=4626741"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Απριλίου 2020, στις 05:31

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Απριλίου 2020, στις 05:31.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie