Ετυμολογία

επεξεργασία
gusto < ιταλική gusto < λατινική gustus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gusto (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηράδα, η ζωή και ενέργεια με κάτι
    ⮡  His movements, his look, and the way he spoke had an impressive gusto for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
    ⮡  His presence gave a bit of gusto to the house.
    Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness



  Ετυμολογία

επεξεργασία
gusto < λατινική gustus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gusto (es)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gusto < λατινική gustus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gusto (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία