gusto
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- η ζωηράδα, η ζωή και ενέργεια με κάτι
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive gusto for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ⮡ His presence gave a bit of gusto to the house.
- Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive gusto for his age.