γεύση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεύση | οι | γεύσεις |
γενική | της | γεύσης & γεύσεως |
των | γεύσεων |
αιτιατική | τη | γεύση | τις | γεύσεις |
κλητική | γεύση | γεύσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γεύση < αρχαία ελληνική γεῦσις < γεύομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γεύση και γέψη θηλυκό
- μία από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε την ποιότητα των τροφών και των υγρών στο στόμα ανάλογα με τον τρόπο που ερεθίζουν τη γλώσσα
- η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε
- μου άφησε πολύ άσχημη γεύση
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γεύση