γεύση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεύση | οι | γεύσεις |
γενική | της | γεύσης* | των | γεύσεων |
αιτιατική | τη | γεύση | τις | γεύσεις |
κλητική | γεύση | γεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεῦ(σις) + -ση < γεύομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεύ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεύση θηλυκό
- μία από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε την ποιότητα των τροφών και των υγρών στο στόμα ανάλογα με τον τρόπο που ερεθίζουν τη γλώσσα
- η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε
- ↪ μου άφησε πολύ άσχημη γεύση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γεύομαι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεύση
|