Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

liveliness < lively + -ness

  Ουσιαστικό επεξεργασία

liveliness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωντάνια, η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ζωή
    the liveliness of the description - η ζωντάνια της περιγραφής
    She had already lost the liveliness of her youth.
    Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
    His movements, his look, and the way he spoke had an impressive liveliness for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
    The liveliness of the colors of a painting.
    H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
    His presence gave a bit of liveliness to the house.
    Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
     συνώνυμα: briskness, energy, life, go, gusto, oomph, pep, verve, vibrancy, vigor, vitality, vivacity

  Πηγές επεξεργασία