liveliness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαliveliness (en) (μη μετρήσιμο)
- η ζωντάνια, η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ζωή
- ⮡ the liveliness of the description - η ζωντάνια της περιγραφής
- ⮡ She had already lost the liveliness of her youth.
- Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
- ⮡ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive liveliness for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ⮡ The liveliness of the colors of a painting.
- H ζωηρότητα των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.
- ⮡ His presence gave a bit of liveliness to the house.
- Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: briskness, energy, life, go, gusto, oomph, pep, verve, vibrancy, vigor, vitality, vivacity
Πηγές
επεξεργασία- liveliness - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357, 358. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωή, ζωντάνια