ενικός         πληθυντικός  
energy energies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

energy (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ενεργητικότητα, η δραστηριότητα, η δύναμη, η προσπάθεια και ο ενθουσιασμός που απαιτούνται για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, εργασία κτλ.
    ⮡  He is full of energy.
    Είναι γεμάτος ενεργητικότητα.
    ⮡  The team entered the second half with energy.
    Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
    ⮡  Though over 80, he is still full of energy.
    Αν και έχει περάσει τα 80, είναι ακόμα γεμάτος δραστηριότητα.
    ⮡  He was praised for his energy.
    Επαινέθηκε για τη δραστηριότητά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
  2. (μόνο πληθυντικός) η δραστηριότητα, η σωματική και πνευματική προσπάθεια που χρησιμοποιώ για να κάνω κάτι
    ⮡  He devoted all his energies to the peace campaign.
    Αφιέρωσε όλη του τη δραστηριότητα στην εκστρατεία ειρήνης.
  3. (μη μετρήσιμο, φυσική) η ενέργεια, μια πηγή που χρησιμοποιείται για την οδήγηση μηχανών, την παροχή θερμότητας κτλ.
    ⮡  atomic/nuclear/solar energy - ατομική/πυρηνική/ηλικιακή ενέργεια
    ⮡  the law of the conservation of energy - ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας
    ⮡  Energy has more weight in the increase of inflation.
    Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.