Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεργητικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ενεργητικότητ
α
οι
ενεργητικότητ
ες
γενική
της
ενεργητικότητ
ας
των
ενεργητικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ενεργητικότητ
α
τις
ενεργητικότητ
ες
κλητική
ενεργητικότητ
α
ενεργητικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεργητικότητα
<
ενεργητικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενεργητικότητα
θηλυκό
η
διάθεση
κάποιου που νιώθει μια όρεξη για
δράση
να πηγάζει από
μέσα
του
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δυναμισμός
σφρίγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεργητικότητα
αγγλικά
:
activity
(en)
,
energy
(en)
,
oomph
(en)
γαλλικά
:
tonus
(fr)
,
dynamisme
(fr)