δυναμισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυναμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamisme < αρχαία ελληνική δύναμις
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.na.miˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυναμισμός αρσενικό