δύναμις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δυναμῐ- δυναμε- | |||||
ονομαστική | ἡ | δύναμῐς | αἱ | δυνάμεις | |
γενική | τῆς | δυνάμεως | τῶν | δυνάμεων | |
δοτική | τῇ | δυνάμει | ταῖς | δυνάμεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | δύναμῐν | τὰς | δυνάμεις | |
κλητική ὦ! | δύναμῐ | δυνάμεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυνάμει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δυναμέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύναμις < δύναμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδύναμις θηλυκό
- η σωματική δύναμη, η ισχύς
- η ικανότητα να κάνεις κάτι
- η στρατιωτική δύναμη
- η δύναμη που παρέχει η εξουσία
- η δυνατότητα να υπάρξει κάτι ή να ενεργήσει (σε αντίθεση με την πραγματική ύπαρξη)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- δύναμις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δύναμις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύναμις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.