Ετυμολογία

επεξεργασία
δυνάμει < καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική δυνάμει, δοτική ενικού του δύναμις → δείτε τη λέξη δύναμη (δυνατότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈna.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐νά‐μει
τονικό παρώνυμο: δύναμη

  Επίρρημα

επεξεργασία

δυνάμει

  1. δυνητικά
    ⮡  κάθε περαστικός είναι δυνάμει πελάτης
     συνώνυμα: δυνητικά, εν δυνάμει
  2. με βάση κάτι, επί τη βάσει, σύμφωνα με κάτι
    ⮡  δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4...
     συνώνυμα: βάσει, επί τη βάσει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

δυνάμει θηλυκό