δύναμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δύναμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-
Ρήμα επεξεργασία
δύναμαι, π.αόρ.: δυνήθηκα
- (λόγιο) μπορώ, έχω τη δύναμη ή τη δυνατότητα, το δικαίωμα (να κάνω κάτι)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δύναμαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-
Ρήμα επεξεργασία
δύναμαι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δύναμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύναμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.