Ετυμολογία

επεξεργασία
δύναμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-

δύναμαι, π.αόρ.: δυνήθηκα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-

δύναμαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία