Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επί τη βάσει < (λόγιο δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ τῇ βάσει

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /epi‿ti‿ˈvasi/

  Έκφραση επεξεργασία

επί τη βάσει

  • (λόγιο) με βάση κάτι, σύμφωνα με κάτι
    δεν μπορούμε να κρίνουμε επί τη βάσει των όσων γνωρίζουμε

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία