Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπὶ τῇ βάσει < ἐπί + τῇ + βάσει, δοτική ενικού του βάσις, → δείτε τις λέξεις επί και βάση

  Έκφραση επεξεργασία

ἐπὶ τῇ βάσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία