βάσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βάσῐς | αἱ | βάσεις |
γενική | τῆς | βάσεως | τῶν | βάσεων |
δοτική | τῇ | βάσει | ταῖς | βάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | βάσῐν | τὰς | βάσεις |
κλητική ὦ! | βάσῐ | βάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαβάσις < *βα-τις < θέμα βᾱ- όπως και στο ρήμα βαίνω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάσις θηλυκό
- βάδισμα
- βήμα
- χορευτικός βηματισμός
- μετρική μονάδα
- σειρά
- βάση
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βάση
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα βα-
άλλα θέματα
→ και δείτε τη λέξη βαίνω
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βάσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.