πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάσῐς αἱ βάσεις
      γενική τῆς βάσεως τῶν βάσεων
      δοτική τῇ βάσει ταῖς βάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βάσῐν τὰς βάσεις
     κλητική ! βάσῐ βάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάσει
γεν-δοτ τοῖν  βασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

βάσις < *βα-τις < θέμα βᾱ- όπως και στο ρήμα βαίνω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.