↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάσῐς αἱ βάσεις
      γενική τῆς βάσεως τῶν βάσεων
      δοτική τῇ βάσει ταῖς βάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βάσῐν τὰς βάσεις
     κλητική ! βάσῐ βάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάσει
γεν-δοτ τοῖν  βασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

βάσις < *βα-τις < θέμα βᾱ- όπως και στο ρήμα βαίνω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάσις θηλυκό

  1. βάδισμα
  2. βήμα
  3. χορευτικός βηματισμός
  4. μετρική μονάδα
  5. σειρά
  6. βάση
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βάση

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα βα-

άλλα θέματα

→ και δείτε τη λέξη βαίνω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.