Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βηματισμός οι βηματισμοί
      γενική του βηματισμού των βηματισμών
    αιτιατική τον βηματισμό τους βηματισμούς
     κλητική βηματισμέ βηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βηματισμός < βηματίζω + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βηματισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του βηματίζω
  2. η κίνηση με τα πόδια, το περπάτημα
  3. (κατ’ επέκταση) το προχώρημα, η εξέλιξη μιας διαδικασίας
    προχωρούμε στα σχέδιά μας με γοργό βηματισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία