πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάβασῐς αἱ μεταβάσεις
      γενική τῆς μεταβάσεως τῶν μεταβάσεων
      δοτική τῇ μεταβάσει ταῖς μεταβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάβασῐν τὰς μεταβάσεις
     κλητική ! μετάβασῐ μεταβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταβάσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μετάβασις < μεταβαίνω + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία