χορευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορευτικός < ελληνιστική κοινή χορευτικός < αρχαία ελληνική χορευτής < χορεύω < χορός
Επίθετο
επεξεργασίαχορευτικός
- που έχει σχέση με χορευτές ή χορό ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) χορευτικό: όμιλος / ομάδα χορευτών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χορευτικός
|