Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορευτικός η χορευτική το χορευτικό
      γενική του χορευτικού της χορευτικής του χορευτικού
    αιτιατική τον χορευτικό τη χορευτική το χορευτικό
     κλητική χορευτικέ χορευτική χορευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορευτικοί οι χορευτικές τα χορευτικά
      γενική των χορευτικών των χορευτικών των χορευτικών
    αιτιατική τους χορευτικούς τις χορευτικές τα χορευτικά
     κλητική χορευτικοί χορευτικές χορευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορευτικός < ελληνιστική κοινή χορευτικός < αρχαία ελληνική χορευτής < χορεύω < χορός

  Επίθετο επεξεργασία

χορευτικός

  1. που έχει σχέση με χορευτές ή χορό ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χορευτικό: όμιλος / ομάδα χορευτών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία