↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χορευτής οι χορευτές
      γενική του χορευτή των χορευτών
    αιτιατική τον χορευτή τους χορευτές
     κλητική χορευτή χορευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δύο χορευτές την ώρα της παράστασης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χορευτής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χορευτής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.ɾeˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ρευ‐τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χορευτής αρσενικό (θηλυκό χορεύτρια)

  1. το άτομο που κινεί το σώμα του στο ρυθμό της μουσικής
  2. (χορός, επάγγελμα) το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το χορό, είτε ατομικά είτε ως μέλος μιας ομάδας
  3. (θέατρο) αυτός που συμμετέχει στο Χορό αρχαίου δράματος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χορεύω και χορός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία