δράμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δράμα | τα | δράματα |
γενική | του | δράματος | των | δραμάτων |
αιτιατική | το | δράμα | τα | δράματα |
κλητική | δράμα | δράματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δράμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρᾶμα < δρῶ
- (νεότερες έννοιες) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική drame < νεολατινική drama < αρχαία ελληνική δρᾶμα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρά‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδράμα ουδέτερο
- ποιητικό είδος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα
- παραστάσεις αρχαίου δράματος
- θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονα πάθη και συγκρούσεις
- η δυστυχία, τα πάθη ενός ανθρώπου ή ενός συνόλου
- ζει το προσωπικό του δράμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δράμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δράμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δράμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας