Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  σατυρικός και δράμα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σατυρικό δράμα ουδέτερο