Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

διαδραματίζομαι (el)

  • για γεγονός-πλοκή που εξελίσσεται-συμβαίνει

  Μεταφράσεις επεξεργασία