play out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | play out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plays out |
αόριστος | played out |
παθητική μετοχή | played out |
ενεργητική μετοχή | playing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαplay out (en)
- διαδραματίζεται
- ⮡ Here’s how the incident played out.
- Να πώς διαδραματίστηκε το περιστατικό.
- ⮡ Here’s how the incident played out.