δρω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δρω < αρχαία ελληνική δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā- (δρω)
ΡήμαΕπεξεργασία
δρω
- ενεργώ, αναπτύσσω δράση, παίρνω μέτρα, σε αντιδιαστολή προς την παθητική στάση
- Πρέπει κάτι να κάνεις, να δράσεις