• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Σύνθετα
      • 1.2.3 Συνώνυμα
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
δρω < αρχαία ελληνική δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā- (δρω)

Ρήμα

επεξεργασία

δρω

  • ενεργώ, αναπτύσσω δράση, παίρνω μέτρα, σε αντιδιαστολή προς την παθητική στάση
    Πρέπει κάτι να κάνεις, να δράσεις

Συγγενικά

επεξεργασία
  • δράμα
  • δράση
  • δρώμενο

Σύνθετα

επεξεργασία
  • επιδρώ
  • αντιδρώ
  • αποδρώ

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ενεργώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δρω
  • αγγλικά : act (en)· κατόπιν παρότρυνσης/συμβουλής άλλου: act upon (en), act on (en), act on/upon something
  • γαλλικά : agir (fr)
  • γερμανικά : handeln (de), wirken (de), aktiv (de) sein, agieren (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δρω&oldid=5468254"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 13:29

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Română
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 13:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας