αντιδρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιδρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιδρῶ, συνηρημένος τύπος του ἀντιδράω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réagir.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντι- + δρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈðɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐δρώ
Ρήμα
επεξεργασίααντιδρώ, πρτ.: αντιδρούσα, αόρ.: αντέδρασα (χωρίς παθητική φωνή)
- τηρώ αρνητική θέση, ενεργώ με αντίθετο τρόπο, εκφράζω την αντίθεσή μου
- ↪ στα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με απεργίες
- ≈ συνώνυμα: αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι
- συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά σε κάποιο ερέθισμα
- ↪ δεν ανησυχώ για το πώς θα αντιδράσει: είναι σίγουρο ότι θα χαρεί
- (χημεία) συμμετέχω σε μια χημική αντίδραση
- (φυσιολογία) ανταποκρίνομαι σε κάποιο ερέθισμα
- ↪ έχει εθιστεί στα παυσίπονα και ο οργανισμός του πια δεν αντιδρά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιδρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας