Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδρώ < ελληνιστικό ἀποδρῶ < αρχ. ελλ. ἀποδιδράσκω

  Ρήμα επεξεργασία

αποδρώ

  1. αποδιδράσκω, δραπετεύω, το σκάω από κάπου
    Η δουλειά του κατάδικου είναι να σκέφτεται πώς θα αποδράσει
  2. (μεταφορικά) ξεσκάω, φεύγω για να ψυχαγωγηθώ
    Θα αποδράσω σε κανένα νησάκι για το διήμερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία