απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αποδράσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αποδιδράσκοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αποδιδράσκω
|
αποδιδράσκεις
|
αποδιδράσκει
|
αποδιδράσκο(υ)με
|
αποδιδράσκετε
|
αποδιδράσκουν(ε)
|
παρατατικός
|
αποδίδρασκα
|
αποδίδρασκες
|
αποδίδρασκε
|
αποδιδράσκαμε
|
αποδιδράσκατε
|
αποδίδρασκαν
|
αόριστος
|
απέδρασα
|
απέδρασες
|
απέδρασε
|
αποδράσαμε
|
αποδράσατε
|
απέδρασαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αποδιδράσκω
|
θα αποδιδράσκεις
|
θα αποδιδράσκει
|
θα αποδιδράσκο(υ)με
|
θα αποδιδράσκετε
|
θα αποδιδράσκουν(ε)
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αποδράσω
|
θα αποδράσεις
|
θα αποδράσει
|
θα αποδράσο(υ)με
|
θα αποδράσετε
|
θα αποδράσουν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
έχω αποδράσει
|
έχεις αποδράσει
|
έχει αποδράσει
|
έχο(υ)με αποδράσει
|
έχετε αποδράσει
|
έχουν(ε) αποδράσει
|
παρακείμενος β'
|
είμαι αποδραμένος
|
είσαι αποδραμένος
|
είναι αποδραμένος
|
είμαστε αποδραμένοι
|
είσαστε αποδραμένοι
|
είναι αποδραμένοι
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αποδράσει
|
είχες αποδράσει
|
είχε αποδράσει
|
είχαμε αποδράσει
|
είχατε αποδράσει
|
είχαν(ε) αποδράσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
ήμουν αποδραμένος
|
ήσουν αποδραμένος
|
ήταν αποδραμένος
|
ήμασταν αποδραμένοι
|
ήσασταν αποδραμένοι
|
ήταν αποδραμένοι
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αποδράσει
|
θα έχεις αποδράσει
|
θα έχει αποδράσει
|
θα έχο(υ)με αποδράσει
|
θα έχετε αποδράσει
|
θα έχουν(ε) αποδράσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
θα είμαι αποδραμένος
|
θα είσαι αποδραμένος
|
θα είσαι αποδραμένος
|
θα είμαστε αποδραμένοι
|
θα είσαστε αποδραμένοι
|
θα είναι αποδραμένοι
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αποδιδράσκω
|
να αποδιδράσκεις
|
να αποδιδράσκει
|
να αποδιδράσκο(υ)με
|
να αποδιδράσκετε
|
να αποδιδράσκουν(ε)
|
αόριστος
|
να αποδράσω
|
να αποδράσεις
|
να αποδράσει
|
να αποδράσο(υ)με
|
να αποδράσετε
|
να αποδράσουν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αποδράσει
|
να έχεις αποδράσει
|
να έχει αποδράσει
|
να έχο(υ)με αποδράσει
|
να έχετε αποδράσει
|
να έχουν(ε) αποδράσει
|
παρακείμενος β'
|
να είμαι αποδραμένος
|
να είσαι αποδραμένος
|
να είναι αποδραμένος
|
να είμαστε αποδραμένοι
|
να είσαστε αποδραμένοι
|
να είναι αποδραμένοι
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αποδίδρασκε
|
|
|
αποδιδράσκετε
|
|
αόριστος
|
|
απόδρασε
|
|
|
αποδράστε
|
|
περιφραστικός χρόνος
|
παρακείμενος
|
|
να έχεις αποδράσει
|
|
|
να έχετε αποδράσει
|
|
|