δραπετεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραπετεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δραπετεύω < δραπέτης
Ρήμα
επεξεργασίαδραπετεύω
- φεύγω κρυφά από έναν κλειστό φυλασσόμενο χώρο (φυλακή, στρατόπεδο κλπ)
- (μεταφορικά) ξεφεύγω, έστω και προσωρινά από μια δυσάρεστη κατάσταση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δραπετεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δραπετεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραπετεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαδραπετεύω
- διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 216b
- δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
- Δραπετεύω λοιπόν και προσπαθώ να τον αποφύγω· κι όταν τον δω, ντρέπομαι για τα όσα είχαμε συνομολογήσει.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.16
- φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν· ὥστε ἐξέσται ὥσπερ τυφλοὺς καὶ τύπτειν ὅπου ἂν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν.
- Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- και αυτοί θα διαφεύγουν πάντα προφυλασσόμενοι κάτω από τις ασπίδες τους — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους ανατρέπουμε.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε.
- φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν· ὥστε ἐξέσται ὥσπερ τυφλοὺς καὶ τύπτειν ὅπου ἂν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 25, 29 Τίμων ἢ Μισάνθρωπος @wikisource
- Ὡς δὲ λεῖος εἶ καὶ ὀλισθηρός, ὦ Πλοῦτε, καὶ δυσκάτοχος καὶ διαφευκτικός, οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρεχόμενος βεβαίαν ἀλλ᾽ ὥσπερ αἱ ἐγχέλεις ἢ οἱ ὄφεις διὰ τῶν δακτύλων δραπετεύεις οὐκ οἶδα ὅπως·
- Δεν ξέρω, Πλούτε, πώς είσαι τόσο λείος και γλιστερός και δυσκολοκράτητος, έτοιμος να διαφεύγεις. Πώς δεν έχεις καμιά σταθερή λαβή, μα ξεγλιστράς, όπως τα χέλια και τα φίδια, δεν το καταλαβαίνω.
- Μετάφραση (1977): Ερμιόνη Ηλιάδου, @greek‑language.gr
- Ὡς δὲ λεῖος εἶ καὶ ὀλισθηρός, ὦ Πλοῦτε, καὶ δυσκάτοχος καὶ διαφευκτικός, οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρεχόμενος βεβαίαν ἀλλ᾽ ὥσπερ αἱ ἐγχέλεις ἢ οἱ ὄφεις διὰ τῶν δακτύλων δραπετεύεις οὐκ οἶδα ὅπως·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 216b
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δραπετεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δραπετεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.