Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγλιστρώ < λείπει η ετυμολογία

ξεγλιστρώ

  1. ξεφεύγω, αποδρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός
  2. απαλλάσσω τον εαυτό μου με έντεχνο τρόπο από κάτι/ κάποιον που με πιέζει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία