ξεγλιστρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγλιστρώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξεγλιστρώ
- ξεφεύγω, αποδρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός
- απαλλάσσω τον εαυτό μου με έντεχνο τρόπο από κάτι/ κάποιον που με πιέζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεγλιστρώ
|