Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγλιστρώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγλιστρώ

  1. ξεφεύγω, αποδρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός
  2. απαλλάσσω τον εαυτό μου με έντεχνο τρόπο από κάτι/ κάποιον που με πιέζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία