Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφεύγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεφεύγω < ἐξεφεύγω < από τον αόριστο ἐξέφευγον του αρχαιοελληνικού ρήματος ἐκφεύγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kseˈfe.vɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐φεύ‐γω

ξεφεύγω, αόρ.: ξέφυγα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γλιτώνω από κάτι που μου είναι δυσάρεστο
    ⮡  Θέλω να ξεφύγω από τη μονοτονία
    οι ληστές ξέφυγαν με μια μοστοσικλέτα
    ⮡  Ξέφυγαν από την τσιμπίδα της εφορίας
  2. εκτρέπομαι, δε συμφωνώ με τη νόρμα ή με το αναμενόμενο ή με το σωστό
    ⮡  Το παιδί έχει ξεφύγει λιγάκι
    ⮡  Το ΙΧ ξέφυγε από την πορεία του
    ⮡  Συγκεντρωθείτε στο θέμα, γιατί η συζήτηση ξεφεύγει
  3. υπερβαίνω
    ⮡  το έργο ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο του κλασικού θρίλερ
  4. ξεγλιστράω
    ⮡  Μου ξέφυγε μέσα από τα χέρια
    ⮡  Μου ξέφυγαν τρία λαθη ενώ το κοίταξα και δεύτερη φορά
  5. εκφέρομαι κατά λάθος
    ⮡  Μα πώς του ξέφυγε τέτοια κουβέντα!
    ⮡  Μαμά δεν το ήθελα, μου ξέφυγε το μυστικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία