ξεφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφεύγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεφεύγω < ἐξεφεύγω < από τον αόριστο ἐξέφευγον του αρχαιοελληνικού ρήματος ἐκφεύγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈfe.vɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φεύ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφεύγω, αόρ.: ξέφυγα (χωρίς παθητική φωνή)
- γλιτώνω από κάτι που μου είναι δυσάρεστο
- εκτρέπομαι, δε συμφωνώ με τη νόρμα ή με το αναμενόμενο ή με το σωστό
- ⮡ Το παιδί έχει ξεφύγει λιγάκι
- ⮡ Το ΙΧ ξέφυγε από την πορεία του
- ⮡ Συγκεντρωθείτε στο θέμα, γιατί η συζήτηση ξεφεύγει
- υπερβαίνω
- ⮡ το έργο ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο του κλασικού θρίλερ
- ξεγλιστράω
- ⮡ Μου ξέφυγε μέσα από τα χέρια
- ⮡ Μου ξέφυγαν τρία λαθη ενώ το κοίταξα και δεύτερη φορά
- εκφέρομαι κατά λάθος
- ⮡ Μα πώς του ξέφυγε τέτοια κουβέντα!
- ⮡ Μαμά δεν το ήθελα, μου ξέφυγε το μυστικό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφεύγω | ξέφευγα | θα ξεφεύγω | να ξεφεύγω | ξεφεύγοντας | |
β' ενικ. | ξεφεύγεις | ξέφευγες | θα ξεφεύγεις | να ξεφεύγεις | ξέφευγε | |
γ' ενικ. | ξεφεύγει | ξέφευγε | θα ξεφεύγει | να ξεφεύγει | ||
α' πληθ. | ξεφεύγουμε | ξεφεύγαμε | θα ξεφεύγουμε | να ξεφεύγουμε | ||
β' πληθ. | ξεφεύγετε | ξεφεύγατε | θα ξεφεύγετε | να ξεφεύγετε | ξεφεύγετε | |
γ' πληθ. | ξεφεύγουν(ε) | ξέφευγαν ξεφεύγαν(ε) |
θα ξεφεύγουν(ε) | να ξεφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέφυγα | θα ξεφύγω | να ξεφύγω | ξεφύγει | ||
β' ενικ. | ξέφυγες | θα ξεφύγεις | να ξεφύγεις | ξέφυγε | ||
γ' ενικ. | ξέφυγε | θα ξεφύγει | να ξεφύγει | |||
α' πληθ. | ξεφύγαμε | θα ξεφύγουμε | να ξεφύγουμε | |||
β' πληθ. | ξεφύγατε | θα ξεφύγετε | να ξεφύγετε | ξεφύγετε | ||
γ' πληθ. | ξέφυγαν ξεφύγαν(ε) |
θα ξεφύγουν(ε) | να ξεφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφύγει | είχα ξεφύγει | θα έχω ξεφύγει | να έχω ξεφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφύγει | είχες ξεφύγει | θα έχεις ξεφύγει | να έχεις ξεφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφύγει | είχε ξεφύγει | θα έχει ξεφύγει | να έχει ξεφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφύγει | είχαμε ξεφύγει | θα έχουμε ξεφύγει | να έχουμε ξεφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφύγει | είχατε ξεφύγει | θα έχετε ξεφύγει | να έχετε ξεφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφύγει | είχαν ξεφύγει | θα έχουν ξεφύγει | να έχουν ξεφύγει |
|