get away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets away |
αόριστος | got away |
παθητική μετοχή | got away (ΗΒ), gotten away (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | getting away |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget away (en)
- ξεφεύγω, για διακοπές
- ⮡ Try and get away from work for a few days.
- Προσπάθησε να ξεφύγεις από τη δουλειά σου για λίγες μέρες.
- ⮡ Try and get away from work for a few days.
- ξεφεύγω, το σκάω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- get away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω