ενεστώτας get away
γ΄ ενικό ενεστώτα gets away
αόριστος got away
παθητική μετοχή got away (ΗΒ), gotten away (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get away < → δείτε τις λέξεις get και away

get away (en)

  1. ξεφεύγω, για διακοπές
    ⮡  Try and get away from work for a few days.
    Προσπάθησε να ξεφύγεις από τη δουλειά σου για λίγες μέρες.
  2. ξεφεύγω, το σκάω
    ⮡  Six prisoners managed to get away.
    Έξι κρατούμενοι κατάφεραν να ξεφύγουν.
    ⮡  The robbers got away with a stolen car.
    Οι ληστές το 'σκασαν με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee

Συγγενικά

επεξεργασία