Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
getaway getaways

  Ετυμολογία επεξεργασία

getaway < get + away

  Ουσιαστικό επεξεργασία

getaway (en)

  1. η δραπέτευση
    Who organized their getaway?
    Ποιος οργάνωσε τη δραπέτευση τους;
     συνώνυμα: escape
  2. οι διακοπές
    a summer getaway - καλοκαιρινές διακοπές
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη vacation

Συγγενικά επεξεργασία