Επίθετο

επεξεργασία

away (en) (χωρίς παραθετικά)

  Επίρρημα

επεξεργασία

away (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μακριά, απέχω, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι στο χώρο ή στο χρόνο
    ⮡  The beach is a mile away.
    Η παραλία είναι μία μίλια μακριά.
    ⮡  Christmas is still months away.
    Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μήνες μακριά.
    ⮡  The village is two hours away.
    Το χωριό απέχει δυο ώρες.
    ⮡  The noise could be heard from a mile away.
    Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
  2. σε διαφορετικό μέρος ή σε διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  Go away! - Φύγε!
    ⮡  Put your toys away.
    Βάλε τα παιχνίδια σου στη θέση τους.
    ⮡  The bright light made her look away.
    Το έντονο φως την έκανε να κοιτάξει αλλού.
  3. λείπω, εκτός, δεν είμαι παρών
    ⮡  My father is away in Paris.
    Ο πατέρας μου λείπει στο Παρίσι.
    ⮡  I will be away for 5 minutes.
    Θα λείψω για 5 λεπτά.
    ⮡  He is away from the office.
    Είναι εκτός γραφείου.
     συνώνυμα: out
  4. συνεχίζω να κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματα για να πει ότι κάτι γίνεται συνέχεια ή με μεγάλη ενεργητικότητα
    ⮡  He was knocking away at the door with all his might.
    Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
    ⮡  Midnight came and they were still chatting away.
    Ήρθαν μεσάνυχτα κι αυτοί συνέχιζαν ακόμα την κουβέντα τους.
  5. μέχρι να εξαφανιστεί τελείως
    ⮡  The water boiled away.
    Το νερό έβρασε και εξατμίστηκε.
    ⮡  The music faded away.
    Η μουσική εξασθένησε.
    ⮡  The light was slowly fading away.
    Το φως σιγά σιγά εξασθενούσε.
    ⮡  The romance quickly went away.
    Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε.
  6. (αθλητισμός) εκτός έδρας, στο γήπεδο του αντιπάλου
    ⮡  The team is playing away this Saturday.
    Η ομάδα παίζει εκτός έδρας αυτό το Σάββατο.

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία