away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαaway (en) (χωρίς παραθετικά)
- (αθλητισμός) εκτός έδρας, το γήπεδο της άλλης ομάδας
Επίρρημα
επεξεργασίαaway (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακριά, απέχω, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι στο χώρο ή στο χρόνο
- ⮡ The beach is a mile away.
- Η παραλία είναι μία μίλια μακριά.
- ⮡ Christmas is still months away.
- Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μήνες μακριά.
- ⮡ The village is two hours away.
- Το χωριό απέχει δυο ώρες.
- ⮡ The noise could be heard from a mile away.
- Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
- ⮡ The beach is a mile away.
- σε διαφορετικό μέρος ή σε διαφορετική κατεύθυνση
- ⮡ Go away! - Φύγε!
- ⮡ Put your toys away.
- Βάλε τα παιχνίδια σου στη θέση τους.
- ⮡ The bright light made her look away.
- Το έντονο φως την έκανε να κοιτάξει αλλού.
- λείπω, εκτός, δεν είμαι παρών
- συνεχίζω να κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματα για να πει ότι κάτι γίνεται συνέχεια ή με μεγάλη ενεργητικότητα
- ⮡ He was knocking away at the door with all his might.
- Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
- ⮡ Midnight came and they were still chatting away.
- Ήρθαν μεσάνυχτα κι αυτοί συνέχιζαν ακόμα την κουβέντα τους.
- ⮡ He was knocking away at the door with all his might.
- μέχρι να εξαφανιστεί τελείως
- ⮡ The water boiled away.
- Το νερό έβρασε και εξατμίστηκε.
- ⮡ The music faded away.
- Η μουσική εξασθένησε.
- ⮡ The light was slowly fading away.
- Το φως σιγά σιγά εξασθενούσε.
- ⮡ The romance quickly went away.
- Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε.
- ⮡ The water boiled away.
- (αθλητισμός) εκτός έδρας, στο γήπεδο του αντιπάλου
- ⮡ The team is playing away this Saturday.
- Η ομάδα παίζει εκτός έδρας αυτό το Σάββατο.
- ⮡ The team is playing away this Saturday.
Παράγωγα
επεξεργασίαόπως:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με τον όρο 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- away (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- away (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω