Δείτε επίσης: hide away

Ετυμολογία

επεξεργασία
hideaway < hide (κρύβω) + away (μακριά) [1] ή < phrasal verb hide away· [2] μαρτυρείται από το 1929 [1] ή το 1926. [3]
  • η σημασία «φυγάς» μαρτυρείται από το 1871.[1]

hideaway (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hideaway hideaways

hideaway (en)

  1. (ανεπίσημο)[5] το κρησφύγετο, το καταφύγιο (στις μεταφορικές σημασίες)
     συνώνυμα: hideout
  2. (παρωχημένο) ο/η φυγάς, ο δραπέτηςδραπέτισσα[1]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 3 4 hideaway - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. 1 2 hideaway - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
  3. hideaway - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  4. hideaway - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  5. hideaway - Cambridge Dictionary online