πτυσσόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πτυσσόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του πτύσσω
Μετοχή
επεξεργασία
πτυσσόμενος -η -ο
- που μπορεί με κατάλληλο μηχανισμό να διπλωθεί ή να συμπτυχθεί ώστε να αποκτήσει μικρότερο όγκο και να αποθηκευτεί ευκολότερα
- ⮡ πτυσσόμενες καρέκλες