↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυσσόμενος η πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
      γενική του πτυσσόμενου της πτυσσόμενης του πτυσσόμενου
    αιτιατική τον πτυσσόμενο την πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
     κλητική πτυσσόμενε πτυσσόμενη πτυσσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυσσόμενοι οι πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
      γενική των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων
    αιτιατική τους πτυσσόμενους τις πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
     κλητική πτυσσόμενοι πτυσσόμενες πτυσσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτυσσόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του πτύσσω

πτυσσόμενος -η -ο

  • που μπορεί με κατάλληλο μηχανισμό να διπλωθεί ή να συμπτυχθεί ώστε να αποκτήσει μικρότερο όγκο και να αποθηκευτεί ευκολότερα
     συνώνυμα: αναδιπλούμενος
⮡  πτυσσόμενες καρέκλες

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία