πλισέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλισέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική plissé [1] < plis, πληθυντικός του pli. Συγκρίνετε με το λαϊκότροπο πλισές.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pliˈse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pli‐se
Επίθετο
επεξεργασίαπλισέ άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλισέ | τα | πλισέ |
γενική | του | πλισέ | των | πλισέ |
αιτιατική | το | πλισέ | τα | πλισέ |
κλητική | πλισέ | πλισέ | ||
ΑΚΛΙΤΟ Δείτε και το λαϊκότροπο ο πλισές. | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πλισέ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πλισές (αρσενικό, κλιτό λαϊκότροπο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πλισέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας