Ετυμολογία

επεξεργασία
πλισέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική plissé [1] < plis, πληθυντικός του pli. Συγκρίνετε με το λαϊκότροπο πλισές.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pliˈse/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pli‐se
 
άσπρη πλισέ φούστα

  Επίθετο

επεξεργασία

πλισέ άκλιτο

  • που έχει πτυχές, που έχει πλισέ
    ⮡  φούστα πλισέ
    ⮡  γέρασε, και το δέρμα της έχει γίνει πλισέ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλισέ  τα πλισέ 
      γενική του πλισέ  των πλισέ 
    αιτιατική το πλισέ  τα πλισέ 
     κλητική πλισέ  πλισέ 
ΑΚΛΙΤΟ
Δείτε και το λαϊκότροπο ο πλισές.
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πλισέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • πλισές (αρσενικό, κλιτό λαϊκότροπο)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία