Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλισαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλισαρισμέν
ος
η
πλισαρισμέν
η
το
πλισαρισμέν
ο
γενική
του
πλισαρισμέν
ου
της
πλισαρισμέν
ης
του
πλισαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
πλισαρισμέν
ο
την
πλισαρισμέν
η
το
πλισαρισμέν
ο
κλητική
πλισαρισμέν
ε
πλισαρισμέν
η
πλισαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλισαρισμέν
οι
οι
πλισαρισμέν
ες
τα
πλισαρισμέν
α
γενική
των
πλισαρισμέν
ων
των
πλισαρισμέν
ων
των
πλισαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
πλισαρισμέν
ους
τις
πλισαρισμέν
ες
τα
πλισαρισμέν
α
κλητική
πλισαρισμέν
οι
πλισαρισμέν
ες
πλισαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πλισαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πλισάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλισαρισμένος