πιέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιέτα | οι | πιέτες |
γενική | της | πιέτας | των | πιετών |
αιτιατική | την | πιέτα | τις | πιέτες |
κλητική | πιέτα | πιέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) τσάκιση των ρούχων που δημιουργείται με δίπλωμα του υφάσματος
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)