σακάκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σακάκι | τα | σακάκια |
γενική | του | σακακιού | των | σακακιών |
αιτιατική | το | σακάκι | τα | σακάκια |
κλητική | σακάκι | σακάκια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σακάκι < σάκος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σακάκι ουδέτερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σακάκι
|