ένδυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ένδυμα | τα | ενδύματα |
γενική | του | ενδύματος | των | ενδυμάτων |
αιτιατική | το | ένδυμα | τα | ενδύματα |
κλητική | ένδυμα | ενδύματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈen.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έν‐δυ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ένδυμα ουδέτερο
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ λόγιο διαχρονικό δάνειο κατά το: ένδυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΣτΕ: Αντίθετα, Ο Γεώργιος Παπαναστασίου (2010, Katharevousa@academia, σελ.230.υποσημείωση) διαφωνεί με την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια (που συνέταξε τις ετυμολογίες στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη») ότι είναι λόγιο διαχρονικό δάνειο, θεωρώντας το κληρονομημένη λέξη.