Ετυμολογία

επεξεργασία

ντύνω, αόρ.: έντυσα, παθ.φωνή: ντύνομαι, π.αόρ.: ντύθηκα, μτχ.π.π.: ντυμένος

  1. δίνω σε κάποιον ρούχα για να τα φορέσει
      Ντύσαμε τον γιό μας Ζορό & πήγαμε να γιορτάσουμε τις Απόκριες
     συνώνυμα: ενδύω (λόγιο)
  2. φοδράρω
  3. επικαλύπτω
  4. (μεταφορικά) εμπλουτίζω κάτι με ..., το καθιστώ πιο σύνθετο ή ενδιαφέρον προσθέτοντας κάτι
      ντύνω το ποίημα με επίθετα καλλωπιστικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία