ντύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντύνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντύνω (τύπος του ἐνδύω) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδύνω (προφορά [nd]),[1] τύπος του ἐνδύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαντύνω, αόρ.: έντυσα, παθ.φωνή: ντύνομαι, π.αόρ.: ντύθηκα, μτχ.π.π.: ντυμένος
- δίνω σε κάποιον ρούχα για να τα φορέσει
- φοδράρω
- επικαλύπτω
- (μεταφορικά) εμπλουτίζω κάτι με ..., το καθιστώ πιο σύνθετο ή ενδιαφέρον προσθέτοντας κάτι
- ⮡ ντύνω το ποίημα με επίθετα καλλωπιστικά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- (ιδιωματικό) ντυώ, ντυώμαι, ντυέμαι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ντύνω στα λευκά / ντύνομαι στα λευκά: (για γυναίκα) παντρεύομαι
- ντύνω στα μαύρα / ντύνομαι στα μαύρα: κάποιος κοντινός μου πέθανε
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ντυν- ντυσ-
ντυν- ντυσ-
θέμα ντυν-, ντυθ-, ντυσ-
- αιθεροντύνομαι
- ακριβοντύνομαι
- αλλαξοντύνομαι
- άντυτος
- ασημοντύνω
- αστροντύνομαι
- αραχνοντύνω
- αχνοντύνομαι
- βραχόντυτος
- ελαφρόντυτος
- εντυέμαι
- έντυμα
- εντυμασιά
- εντύνω
- κακοντύσιμο
- καλοντύνω, καλοντύνομαι
- κομψοντύνω, κομψοντύνομαι
- μαυροντύνω
- μεταξοντύνω
- μπρουντζοντύνω
- ντυέμαι
- ντύμα
- ντυμασιά
- ντυματάκι
- ντυμένος & σύνθετα
- ντυνογδύνομαι
- ντύση
- ντυσιά
- ντυσιματάκι
- ντύσιμο
- ντυώ, ντυώμαι
- ξεντύνω, ξεντύνομαι
- ξεντύσιμο
- ξέντυτος
- παλιοντύσιμο
- προστυχοντύνω, προστυχοντύνομαι
- ροδοντύνω
- σεμνόντυτος
- στραβοντύνομαι
- τσιλικοντύνω, τσιλικοντύνομαι
- φιδόντυμα
- φτωχοντύνω, φτωχοντύνομαι
- φωτοντύνω, φωτοντύνομαι
- χλωρόντυτος
- χρυσοντύνω
- χρυσόντυτος
θέμα ενδυ- → και δείτε τη λέξη ενδύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ντύνω | έντυνα | θα ντύνω | να ντύνω | ντύνοντας | |
β' ενικ. | ντύνεις | έντυνες | θα ντύνεις | να ντύνεις | ντύνε | |
γ' ενικ. | ντύνει | έντυνε | θα ντύνει | να ντύνει | ||
α' πληθ. | ντύνουμε | ντύναμε | θα ντύνουμε | να ντύνουμε | ||
β' πληθ. | ντύνετε | ντύνατε | θα ντύνετε | να ντύνετε | ντύνετε | |
γ' πληθ. | ντύνουν(ε) | έντυναν ντύναν(ε) |
θα ντύνουν(ε) | να ντύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έντυσα | θα ντύσω | να ντύσω | ντύσει | ||
β' ενικ. | έντυσες | θα ντύσεις | να ντύσεις | ντύσε | ||
γ' ενικ. | έντυσε | θα ντύσει | να ντύσει | |||
α' πληθ. | ντύσαμε | θα ντύσουμε | να ντύσουμε | |||
β' πληθ. | ντύσατε | θα ντύσετε | να ντύσετε | ντύστε | ||
γ' πληθ. | έντυσαν ντύσαν(ε) |
θα ντύσουν(ε) | να ντύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ντύσει | είχα ντύσει | θα έχω ντύσει | να έχω ντύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ντύσει | είχες ντύσει | θα έχεις ντύσει | να έχεις ντύσει | έχε ντυμένο | |
γ' ενικ. | έχει ντύσει | είχε ντύσει | θα έχει ντύσει | να έχει ντύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ντύσει | είχαμε ντύσει | θα έχουμε ντύσει | να έχουμε ντύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ντύσει | είχατε ντύσει | θα έχετε ντύσει | να έχετε ντύσει | έχετε ντυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ντύσει | είχαν ντύσει | θα έχουν ντύσει | να έχουν ντύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ντυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ντυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ντυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ντυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ντύνομαι | ντυνόμουν(α) | θα ντύνομαι | να ντύνομαι | ||
β' ενικ. | ντύνεσαι | ντυνόσουν(α) | θα ντύνεσαι | να ντύνεσαι | ||
γ' ενικ. | ντύνεται | ντυνόταν(ε) | θα ντύνεται | να ντύνεται | ||
α' πληθ. | ντυνόμαστε | ντυνόμαστε ντυνόμασταν |
θα ντυνόμαστε | να ντυνόμαστε | ||
β' πληθ. | ντύνεστε | ντυνόσαστε ντυνόσασταν |
θα ντύνεστε | να ντύνεστε | (ντύνεστε) | |
γ' πληθ. | ντύνονται | ντύνονταν ντυνόντουσαν |
θα ντύνονται | να ντύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ντύθηκα | θα ντυθώ | να ντυθώ | ντυθεί | ||
β' ενικ. | ντύθηκες | θα ντυθείς | να ντυθείς | ντύσου | ||
γ' ενικ. | ντύθηκε | θα ντυθεί | να ντυθεί | |||
α' πληθ. | ντυθήκαμε | θα ντυθούμε | να ντυθούμε | |||
β' πληθ. | ντυθήκατε | θα ντυθείτε | να ντυθείτε | ντυθείτε | ||
γ' πληθ. | ντύθηκαν ντυθήκαν(ε) |
θα ντυθούν(ε) | να ντυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ντυθεί | είχα ντυθεί | θα έχω ντυθεί | να έχω ντυθεί | ντυμένος | |
β' ενικ. | έχεις ντυθεί | είχες ντυθεί | θα έχεις ντυθεί | να έχεις ντυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ντυθεί | είχε ντυθεί | θα έχει ντυθεί | να έχει ντυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ντυθεί | είχαμε ντυθεί | θα έχουμε ντυθεί | να έχουμε ντυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ντυθεί | είχατε ντυθεί | θα έχετε ντυθεί | να έχετε ντυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ντυθεί | είχαν ντυθεί | θα έχουν ντυθεί | να έχουν ντυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ντυμένος - είμαστε, είστε, είναι ντυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ντυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ντυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ντυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ντυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ντυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ντυμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντύνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ντύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ρήμα
επεξεργασίαντύνω
- άλλη μορφή του ἐνδύω