Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐνδύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐνδύω
<
ἐν
+
δύω
Ρήμα
επεξεργασία
ἐνδύω
(
και
ἐνδύνω
,
ἐνδυνέω
/
ἐνδυνῶ
)
εισχωρώ
, μπαίνω (κάπου)
βυθίζομαι
(μέσα σε κάτι)
ντύνω
φοράω
Συγγενικά
επεξεργασία
ἔνδυμα
ἔνδυσις