επικαλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικαλύπτω < αρχαία ελληνική ἐπικαλύπτω < ἐπί + καλύπτω
Ρήμα
επεξεργασίαεπικαλύπτω (παθητική φωνή: επικαλύπτομαι)
- καλύπτω κάτι από πάνω με κάτι άλλο
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ορίζω εκ νέου σε υποκλάση μία μέθοδο, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
- συνώνυμα: υποσκελίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- επικάλυμμα
- επικάλυψη
- → δείτε τις λέξεις επί και καλύπτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικαλύπτω | επικάλυπτα | θα επικαλύπτω | να επικαλύπτω | επικαλύπτοντας | |
β' ενικ. | επικαλύπτεις | επικάλυπτες | θα επικαλύπτεις | να επικαλύπτεις | επικάλυπτε | |
γ' ενικ. | επικαλύπτει | επικάλυπτε | θα επικαλύπτει | να επικαλύπτει | ||
α' πληθ. | επικαλύπτουμε | επικαλύπταμε | θα επικαλύπτουμε | να επικαλύπτουμε | ||
β' πληθ. | επικαλύπτετε | επικαλύπτατε | θα επικαλύπτετε | να επικαλύπτετε | επικαλύπτετε | |
γ' πληθ. | επικαλύπτουν(ε) | επικάλυπταν επικαλύπταν(ε) |
θα επικαλύπτουν(ε) | να επικαλύπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικάλυψα | θα επικαλύψω | να επικαλύψω | επικαλύψει | ||
β' ενικ. | επικάλυψες | θα επικαλύψεις | να επικαλύψεις | επικάλυψε | ||
γ' ενικ. | επικάλυψε | θα επικαλύψει | να επικαλύψει | |||
α' πληθ. | επικαλύψαμε | θα επικαλύψουμε | να επικαλύψουμε | |||
β' πληθ. | επικαλύψατε | θα επικαλύψετε | να επικαλύψετε | επικαλύψτε | ||
γ' πληθ. | επικάλυψαν επικαλύψαν(ε) |
θα επικαλύψουν(ε) | να επικαλύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικαλύψει | είχα επικαλύψει | θα έχω επικαλύψει | να έχω επικαλύψει | ||
β' ενικ. | έχεις επικαλύψει | είχες επικαλύψει | θα έχεις επικαλύψει | να έχεις επικαλύψει | ||
γ' ενικ. | έχει επικαλύψει | είχε επικαλύψει | θα έχει επικαλύψει | να έχει επικαλύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικαλύψει | είχαμε επικαλύψει | θα έχουμε επικαλύψει | να έχουμε επικαλύψει | ||
β' πληθ. | έχετε επικαλύψει | είχατε επικαλύψει | θα έχετε επικαλύψει | να έχετε επικαλύψει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικαλύψει | είχαν επικαλύψει | θα έχουν επικαλύψει | να έχουν επικαλύψει |
|