Δείτε επίσης: ἐπικαλύπτω

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επικαλύπτω < αρχαία ελληνική ἐπικαλύπτω < ἐπί + καλύπτω

  ΡήμαΕπεξεργασία

επικαλύπτω (παθητική φωνή: επικαλύπτομαι)

  1. καλύπτω κάτι από πάνω με κάτι άλλο
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ορίζω εκ νέου σε υποκλάση μία μέθοδο, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
    συνώνυμα: υποσκελίζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία