Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκλάση οι υπερκλάσεις
      γενική της υπερκλάσης* των υπερκλάσεων
    αιτιατική την υπερκλάση τις υπερκλάσεις
     κλητική υπερκλάση υπερκλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκλάση < υπερ- + κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superclass

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερκλάση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία