υπερ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερ- < αρχαία ελληνική ὑπερ- < ὑπέρ (πάνω από)
Πρόθημα
επεξεργασία
υπερ- ή υπέρ-
- σε λέξεις που δηλώνουν το ξεπέρασμα ενός εμποδίου, κατάστασης, ρεύματος κλπ
- σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα δεδομένο αριθμητικό μέγεθος
- σε λέξεις που δηλώνουν ότι ξεπεράστηκε ένα μέγεθος που θεωρείται κανονικό
- σε λέξεις που δηλώνουν αναφορά σε κάτι ευρύτερο από τα μεμονωμένα μέλη ενός συνόλου
- υπερεθνικός (πάνω από τα μεμονωμένα έθνη)
- υπερκομματικός (πάνω από τα μεμονωμένα κόμματα)