υπερβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾˈve.no/
Ρήμα
επεξεργασίαυπερβαίνω
- πετυχαίνω το κάτι παραπάνω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερβαίνω | υπερέβαινα | θα υπερβαίνω | να υπερβαίνω | υπερβαίνοντας | |
β' ενικ. | υπερβαίνεις | υπερέβαινες | θα υπερβαίνεις | να υπερβαίνεις | υπερέβαινε | |
γ' ενικ. | υπερβαίνει | υπερέβαινε | θα υπερβαίνει | να υπερβαίνει | ||
α' πληθ. | υπερβαίνουμε | υπερβαίναμε | θα υπερβαίνουμε | να υπερβαίνουμε | ||
β' πληθ. | υπερβαίνετε | υπερβαίνατε | θα υπερβαίνετε | να υπερβαίνετε | υπερβαίνετε | |
γ' πληθ. | υπερβαίνουν(ε) | υπερέβαιναν υπερβαίναν(ε) |
θα υπερβαίνουν(ε) | να υπερβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερέβην | θα υπερβώ | να υπερβώ | υπερβεί | ||
β' ενικ. | υπερέβης | θα υπερβείς | να υπερβείς | |||
γ' ενικ. | υπερέβη | θα υπερβεί | να υπερβεί | |||
α' πληθ. | υπερβήκαμε | θα υπερβούμε | να υπερβούμε | |||
β' πληθ. | υπερβήκατε | θα υπερβείτε | να υπερβείτε | υπερβείτε | ||
γ' πληθ. | υπερέβησαν | θα υπερβούν | να υπερβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερβεί | είχα υπερβεί | θα έχω υπερβεί | να έχω υπερβεί | ||
β' ενικ. | έχεις υπερβεί | είχες υπερβεί | θα έχεις υπερβεί | να έχεις υπερβεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερβεί | είχε υπερβεί | θα έχει υπερβεί | να έχει υπερβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερβεί | είχαμε υπερβεί | θα έχουμε υπερβεί | να έχουμε υπερβεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερβεί | είχατε υπερβεί | θα έχετε υπερβεί | να έχετε υπερβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερβεί | είχαν υπερβεί | θα έχουν υπερβεί | να έχουν υπερβεί |
|