Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
outrepasser
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
outrepasser
<
outre
+
passer
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
u.tʁǝ.pa.se
/
Ρήμα
επεξεργασία
outrepasser
(fr)
(
παρωχημένο
)
ξεπερνώ
Ces arbres
outrepassent
l'alignement. - Αυτά τα δέντρα
ξεπερνούν
τα άλλα.
≈
συνώνυμα
:
dépasser
υπερβαίνω
Outrepasser
un ordre. -
Υπερβαίνω
μια διαταγή.
Outrepasser
ses pouvoirs. -
Υπερβαίνω
τα δικαιώματά μου.
≈
συνώνυμα
:
abuser
,
empiéter
,
excéder
Συγγενικά
επεξεργασία
outrepassé