Ετυμολογία

επεξεργασία
outrepasser < outre + passer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /u.tʁǝ.pa.se/

outrepasser (fr)

  1. (παρωχημένο) ξεπερνώ
    Ces arbres outrepassent l'alignement. - Αυτά τα δέντρα ξεπερνούν τα άλλα.
     συνώνυμα: dépasser
  2. υπερβαίνω
    Outrepasser un ordre. - Υπερβαίνω μια διαταγή.
    Outrepasser ses pouvoirs. - Υπερβαίνω τα δικαιώματά μου.
     συνώνυμα: abuser, empiéter, excéder

Συγγενικά

επεξεργασία