empiéter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαempiéter (fr)
- καταπατώ
- Il a empiété sur moi plus de cinq mètres. Καταπάτησε το χωράφι μου κατά περισσότερο από πέντε μέτρα.
- Ce laboureur empiète tous les ans quelques sillons sur la terre de son voisin. Αυτός ο καλλιεργητής καταπατά κάθε χρόνο μερικά αυλάκια του χωραφιού του διπλανού του.
- (κατ'επέκταση) λέγεται για κάτι που παίρνει τη θέση από κάτι άλλο, που απλώνεται στην επιφάνειά του
- La mer empiète sur les côtes. Η θάλασσα τρώει τις ακτές.
- La rivière empiète tous les jours de ce côté. Το ποτάμι κάθε μέρα προεκτείνεται καθημερινά προς εδώ.
- (μεταφορικά) σφετερίζομαι, καταπατώ
- Le pouvoir législatif ne doit pas empiéter sur l'exécutif. Η νομοθετική εξουσία δεν πρέπει να επιβάλλεται στην εκτελεστική.
- Vous avez empiété sur mes attributions. Σφετεριστήκατε τις δικαιοδοσίες μου.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
έννοια 1 |
έννοια 2 |
έννοια 3 |