Ετυμολογία

επεξεργασία
empiéter < en + pied

empiéter (fr)

  1. καταπατώ
    Il a empiété sur moi plus de cinq mètres. Καταπάτησε το χωράφι μου κατά περισσότερο από πέντε μέτρα.
    Ce laboureur empiète tous les ans quelques sillons sur la terre de son voisin. Αυτός ο καλλιεργητής καταπατά κάθε χρόνο μερικά αυλάκια του χωραφιού του διπλανού του.
  2. (κατ'επέκταση) λέγεται για κάτι που παίρνει τη θέση από κάτι άλλο, που απλώνεται στην επιφάνειά του
    La mer empiète sur les côtes. Η θάλασσα τρώει τις ακτές.
    La rivière empiète tous les jours de ce côté. Το ποτάμι κάθε μέρα προεκτείνεται καθημερινά προς εδώ.
  3. (μεταφορικά) σφετερίζομαι, καταπατώ
    Le pouvoir législatif ne doit pas empiéter sur l'exécutif. Η νομοθετική εξουσία δεν πρέπει να επιβάλλεται στην εκτελεστική.
    Vous avez empiété sur mes attributions. Σφετεριστήκατε τις δικαιοδοσίες μου.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

έννοια 1

έννοια 2

έννοια 3

Αντώνυμα

επεξεργασία