ενεστώτας exceed
γ΄ ενικό ενεστώτα exceeds
αόριστος exceeded
παθητική μετοχή exceeded
ενεργητική μετοχή exceeding

exceed (en)

  1. ξεπερνάω, κάτι είναι μεγαλύτερο από έναν συγκεκριμένο αριθμό ή ποσό
    ⮡  The speaker exceeded the allotted time.
    Ο ομιλητής ξεπέρασε τον καθορισμένο χρόνο.
    ⮡  Our exports exceeded 1 million euros.
    Οι εξαγωγές μας ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο ευρώ.
     συνώνυμα: pass
  2. υπερβαίνω, κάνω περισσότερα από όσα μου επιτρέπει ο νόμος ή μια εντολή κτλ.
    ⮡  She exceeded the speed limit.
    Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
  3. ξεπερνάω, προσπερνάω, περνάω, εκτελώ κάτι καλύτερο από κάτι άλλο ή κάποια προσδοκία
    ⮡  The beauty of the scenery exceeded all our expectations.
    Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
    ⮡  He exceeded all the other kids in class.
    Ξεπέρασε/προσπέρασε όλα τα άλλα παιδιά στην τάξη.
    ⮡  His stupidity exceeds anything you can imagine.
    Η ανοσία του ξεπερνάει κάθε φαντασία.
    ⮡  He exceeded all in his class.
    Τους πέρασε όλους στην τάξη του.
     συνώνυμα:  best, go beyond, outdo, outperform, overtake, surpass και top