exceed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | exceed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exceeds |
αόριστος | exceeded |
παθητική μετοχή | exceeded |
ενεργητική μετοχή | exceeding |
Ρήμα
επεξεργασίαexceed (en)
- ξεπερνάω, κάτι είναι μεγαλύτερο από έναν συγκεκριμένο αριθμό ή ποσό
- υπερβαίνω, κάνω περισσότερα από όσα μου επιτρέπει ο νόμος ή μια εντολή κτλ.
- ⮡ She exceeded the speed limit.
- Υπερέβη το όριο ταχύτητας.
- ⮡ She exceeded the speed limit.
- ξεπερνάω, προσπερνάω, περνάω, εκτελώ κάτι καλύτερο από κάτι άλλο ή κάποια προσδοκία
- ⮡ The beauty of the scenery exceeded all our expectations.
- Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
- ⮡ He exceeded all the other kids in class.
- Ξεπέρασε/προσπέρασε όλα τα άλλα παιδιά στην τάξη.
- ⮡ His stupidity exceeds anything you can imagine.
- Η ανοσία του ξεπερνάει κάθε φαντασία.
- ⮡ He exceeded all in his class.
- Τους πέρασε όλους στην τάξη του.
- ≈ συνώνυμα: best, go beyond, outdo, outperform, overtake, surpass και top
- ⮡ The beauty of the scenery exceeded all our expectations.
Πηγές
επεξεργασία- exceed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 606, 692-695, 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ